- εὐκοινώνητος
- εὐκοινώνητοςeasy to deal withmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκοινώνητος — η, ο (Α εὐκοινώνητος, ον) νεοελλ. αυτός που συνάπτει εύκολα κοινωνικές σχέσεις, ο κοινωνικός αρχ. αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έχει εύκολα δοσοληψίες («εὐκοινώνητος εἰς χρήματα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινωνητός «αυτός με τον… … Dictionary of Greek
εὐκοινώνητον — εὐκοινώνητος easy to deal with masc/fem acc sg εὐκοινώνητος easy to deal with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκοινωνησία — εὐκοινωνησία, ἡ (Α) [ευκοινώνητος] το να είναι κάποιος ευκοινώνητος, η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα … Dictionary of Greek
ευκράς — (I) εὐκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ (Α) 1. (για θερμοκρασία, κλίμα κ.λπ.) εύκρατος, ήπιος («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.) 2. μτφ. ήπιος, σεμνός («ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκράς ἐγένεθ », Ευρ.) 3. (για κρασί) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με… … Dictionary of Greek